ξυστός

ξυστός
Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 – 251), αλλά πιθανότερα επί Βαλεριανού (251 – 259). Η μνήμη του τιμάται στις 10 Αυγούστου.
* * *
-ή, -ό (ΑΜ ξυστός, -ή, -όν) [ξύω]
1. ξυσμένος με μαχαίρι ή άλλο ξυστικό όργανο, λείος («ξυστὰ δόρατα», Αρρ.)
2. τριμμένος, θρυμματισμένος («ξυστό τυρί»)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυστός
στίβος, κονίστρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ξυστό
το τμήμα τού κοντακίου τών όπλων που περιβάλλει το κάτω μέρος τής κάννης
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξυστά
α) πολύ κοντά, πλησιέστατα, εγγύτατα («το αεροπλάνο πέρασε ξυστά από το σπίτι»
β) σχεδόν πάνω στην επιφάνεια, ξώπετσα, ξώφαλτσα («η σφαίρα τόν πήρε ξυστά»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. είδος ψαριού
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.)
(ενν. το ουσ. δρόμος) μέρος ιδιωτικού κτήματος προορισμένο για περίπατο
αρχ.
1. κουρεμένος ή ξυρισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. α) τόπος περιπάτου κατάφυτος και γεμάτος γλυπτά, αγάλματα
β) περίστυλη στοά σε γυμναστήριο για χειμερινές ασκήσεις
γ) (κατ' επέκτ.) γυμναστήριο
δ) συνάθροιση αθλητών στο γυμναστήριο για αγώνες
ε) αρχιτεκτονικό εργαλείο
3. το ουδ. ως ουσ. α) ξυσμένο ξύλο ή στέλεχος τού δόρατος («τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον», Ηρόδ.)
β) η ξύλινη λαβή τής λόγχης
γ) δέσμη ακοντίων που συγκρατούσαν με κρίκους, την οποία χρησιμοποιούσαν στις ναυμαχίες
δ) δόρυ, ακόντιο («τῷ ξυστῷ διὰ τοῡ στήθους πατάξας», Πλούτ.)
4. φρ. α) «ξυστὸς μοτός» — επίθεμα από ξαντό
β) «μέτρον ξυστόν» — η ποσότητα ενός είδους που περιέχεται στο μέτρο, δηλ. η ποσότητα τής οποίας η επιφάνεια δεν υπερβαίνει ούτε κατέρχεται από το μέτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξυστός — 1 shaved masc/fem nom sg ξυστός 2 walking place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστός — shaved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυστοί — ξυστός 1 shaved masc/fem nom/voc pl ξυστός 2 walking place masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστούς — ξυστός 1 shaved masc/fem acc pl ξυστός 2 walking place masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῖς — Ξυστός shaved masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῖσι — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῖσιν — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοί — Ξυστός shaved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῦ — Ξυστός shaved masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”